26 Μαΐου 2012

Μία κρυφή ευαισθησία


ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ_

Δεκαετία του ’90, ταξίδευα συχνά στο εξωτερικό με την αποστολή του Ολυμπιακού στο μπάσκετ, στις ανά την Ευρώπη υποχρεώσεις του. Μαζί με τους υπόλοιπους της αποστολής, κι ένας «τρελός επιστήμων της τεχνολογίας», υπεύθυνος σε τεχνικό επίπεδο για τις live μεταδόσεις που έκανε ραδιοφωνικός σταθμός. 


Ο τύπος αυτός, πραγματικός μάστορας στο να βρίσκει λύσεις και να πετυχαίνει απευθείας συνδέσεις ακόμη και σε γήπεδα που επικρατούσαν τριτοκοσμικές καταστάσεις, είχε μία φιλοδοξία. Ήθελε να γίνει συνθέτης. Συνέθεσε λοιπόν μία παντελώς αδιάφορη σύνθεση, την ονόμασε «Μία κρυφή ευαισθησία» και την έστειλε στην κριτική επιτροπή της ΕΡΤ, προκειμένου να διαγωνιστεί με αρκετά ακόμη αδιάφορα τραγούδια για τη σαχλαμάρα που θα στέλναμε στην Eurovision.   

Η ψηφοφορία για το εκλεκτό τραγούδι γινόταν μέσω αποστολής μηνυμάτων σε συγκεκριμένη εταιρία κινητής τηλεφωνίας, μέγα χορηγού της όλης διαδικασίας. Ο «τρελός επιστήμων», όχι για να πλουτίσει ο έρμος, αλλά απλά για να ικανοποιήσει ένα καπρίτσιο που ελάχιστα ζημίωνε την ελληνική κοινωνία, έστησε μία τεράστια κομπίνα. Χιλιάδες fake μηνύματα εστάλησαν την ημέρα της ψηφοφορίας και το αποτέλεσμα ήταν να στείλουμε το συγκεκριμένο τραγούδι στη Eurovision και να πάρουμε την χειρότερη διαχρονικά θέση, απ όλους διαγωνισμούς με ελληνική συμμετοχή! Κάποια Διονυσία Καρόκη το ερμήνευσε και ομολογώ ότι ήταν ο μόνος διαγωνισμός που παρακολούθησα με πάθος.

Δεν με ενδιέφερε ποτέ η Eurovision, δεν αισθάνθηκα εθνικά υπερήφανος ούτε με το Σάκη, ούτε με την πρωτιά της Παπαρίζου, δεν έκλαψα για το δράμα της Βίσση ή οποιουδήποτε άλλου φιλόδοξου τραγουδοποιού ή… τραγο-αδού (γιατί περί αυτού πρόκειται στις περισσότερες των περιπτώσεων), αλλά εκείνη η συμμετοχή, με τη συγκεκριμένη κομπίνα του γνωστού μου, με συγκίνησε! Ήταν η Ελλάδα των nineties, η Ελλάδα που ο καθένας έκανε ότι ήθελε και δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Ήταν η Ελλάδα το Μάιο του 1998, στην οποία κάθε μέλος της κοινωνίας της ετοιμαζόταν να γίνει Σόρος και να πλουτίσει παίζοντας χρηματιστήριο, για να απολέσει σημαντικό κομμάτι της προσωπικής του περιουσίας  μέσα σε λίγους μήνες! Η Ελλάδα που κάθε μέλος της συνέχισε να θεωρεί εαυτόν κάτοικο Εκάλης ή Κεφαλαρίου, και με 10 πιστωτικές κάρτες στην τσέπη, πήγαινε Χριστούγεννα στο χωριό του Αη Βασίλη στο Ροβανιέμι, καλοκαίρι στις Μπαχάμες και ενδιάμεσα έριχνε και 5-6 Σαββατοκύριακα στις Αράχωβες ή τις Μυκόνους.


Ήταν η Ελλάδα που πολλά μέλη της βρέθηκαν να κατοικούν μέσω στεγαστικού δανείου σε σπίτια 300.000 ευρώ με 15.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα, η Ελλάδα όπου τα gourmet εστιατόρια, τα in κλαμπ της παραλιακής, τα ψαγμένα μπαράκια στο Κολωνάκι και δύο ολόκληρες περιοχές σε Ψυρρή και Γκάζι με εκατοντάδες καταστήματα διασκέδασης, ήταν ασφυκτικά γεμάτα κάθε βράδυ!

Μάλλον, μία «κρυφή επιθυμία» και όχι ευαισθησία, θα έπρεπε να ονομάσει το σαχλό αριστούργημά του ο γνωστός μου. Γιατί μία τέτοια κρυφή επιθυμία νιώθω στον αέρα να πλανάται και σήμερα, στην Ελλάδα του 2012, τη χρεοκοπημένη Ελλάδα που γλύφει τις πληγές της. Μία επιθυμία να επιστρέψουμε σε εκείνους τους όμορφους καιρούς, όπου ο καθένας έκανε ότι γούσταρε, γινόταν ακόμη και συνθέτης με τραγούδι σε κοτζάμ Eurovision, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αρκεί, να ικανοποιούσε το προσωπικό του βίτσιο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου