6 Ιουνίου 2012

MESSI, Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΜΥΘΟΥ #03

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ο μικρότερος από όλους


Ένα απόγευμα του καλοκαιριού του 1992

Το γηπεδάκι του Γκραντόλι είναι σχεδόν χωρίς γρασίδι. Πολύ χώμα και λίγες μόνο περιοχές με πράσινο γύρω από τη γραμμή στο βάθος. Τα δοκάρια στα τέρματα έχουν χαλάσει όπως και ο φράχτης, όπως τα αποδυτήρια, τα μπάνια και τα βεστιάρια. Ούτε και η γειτονιά είναι σε καλύτερη κατάσταση. Πλυντήρια αυτοκινήτων βρίσκονται σε διασταυρώσεις της οδού Γκουτιέρες, πωλήσεις ελαστικών αυτοκινήτων από δεύτερο χέρι, πινακίδες που αναφέρουν «αγοράζω μέταλλα», σαν να λέμε, παλιοσίδερα, ένα κομμάτι χαρτόνι αναφέρει για την ύπαρξη ενός κομμωτηρίου σκύλων. Στο βάθος εργατικές κατοικίες που μοιάζουν εγκαταλελειμμένες αλλά δεν είναι, χαμηλά σπιτάκια που έχασαν την αίγλη τους, φυτά που αναπτύσσονται στις παρυφές της ασφάλτου, σκουπίδια βρασμένα από τον ήλιο, άνδρες και γέροι χωρίς να κάνουν τίποτα, αγόρια πολύ μεγαλύτερα από τα μικροσκοπικά τους ποδήλατα, «εδώ ο κόσμος άλλαξε», λένε οι γηραιότεροι, «έχουν έρθει οι εγκληματίες. Το βράδυ κανείς φοβάται να περάσει από αυτά τα μέρη», προσθέτουν.

Στις τρεις το απόγευμα δεν κυκλοφορεί κανείς. Το γήπεδο του ποδοσφαίρου είναι έρημο. Τα παιδιά των κοντινών σχολείων που έρχονται να προπονηθούν στο κέντρο της Ακαδημίας φυσικής αγωγής στο νούμερο 8 της οδού Αμπαντέριο Μαριάνο Γκραντόλι (Αμπαντέριο Μαριάνο Γκραντόλι: εθελοντής του πολέμου του 1865 που έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα και από τον οποίο πήρε το όνομα ο δρόμος), ήδη έχουν φύγει και πριν τις 5 δεν έρχεται κανείς για ποδόσφαιρο. Υπάρχει μόνο ένας προπονητής με άσπρη φανέλα, γαλάζια φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Είναι αυτός που μου έδειξε τον δρόμο, 150 μέτρα περίπου μέχρι το σπίτι του κυρίου Απαρίσιο, του πρώτου προπονητή του Λιονέλ Μέσι.

Ανοίγει την πόρτα με βρεγμένα χέρια, προετοιμάζει το φαγητό για τη γυναίκα του Κλαούντια, είναι τυφλή, αλλά καλεί τον επισκέπτη να περάσει και να καθίσει. Τέσσερις πολυθρόνες, ένα μεγάλο άσπρο σκυλί, μυρωδιά από κλεισούρα σε ένα φτωχό σαλόνι όπου κυριαρχεί μια παλιά τηλεόραση. Ο Σαλβαδόρ Ρικάρδο Απαρίσιο με τέσσερα παιδιά, οκτώ εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα, έχει ένα ζαρωμένο πρόσωπο, με μία σκιά από μουστακάκι, ένα σώμα γυρισμένο σαν καλώδιο, η φωνή και τα χέρια τρεμάμενα. Έχει δουλέψει όλη του τη ζωή στους σιδηροδρόμους. Από νέος έπαιζε με τη φανέλα με το νούμερο 4 με την ομάδα Φορτίν και εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια προπονεί τους μικρούς στο γήπεδο 7,5 επί 40 στο Γκραντόλι. Έχει προπονήσει πάρα πολλούς μικρούς αθλητές του ποδοσφαίρου όπως ο Ροντρίγκο και ο Ματίας. Ο μεγάλος των Μέσι ήταν επιθετικός (σέντερ φορ), γρήγορος και δυνατός. Ο δεύτερος ήταν αμυντικός. Η γιαγιά Σέλια τούς πήγαινε κάθε Τρίτη και Πέμπτη στις προπονήσεις. Ένα απόγευμα καλοκαιριού με αυτούς ήρθε και ο Λίο. «Μου έλειπε ένας παίκτης για να συμπληρώσω την ομάδα του '86. Τον περίμενα με τη φανέλα στο χέρι ενώ οι άλλοι προπονούνταν. Αλλά δεν ερχόταν... και εκεί είχα έναν μικρό που χτυπούσε την μπάλα στην εξέδρα. Το μυαλό μου σκεφτόταν και έλεγα ότι... δεν ξέρω αν ξέρει να παίζει μα... Εκεί που ήμασταν και μιλάγαμε με τη γιαγιά του που ήταν λάτρης του ποδοσφαίρου της είπα: "Δάνεισέ τον μου". Η ίδια ήθελε να τον δει στο γήπεδο. Μου είχε ζητήσει πολλές φορές να του κάνω καμιά δοκιμή. Άλλες τόσες φορές μου ανέφερε τις δυνατότητες του μικρού. Η μητέρα ή η θεία του μικρού, δεν θυμάμαι ακριβώς, μου έλεγε ότι είναι πολύ μικρός και οι άλλοι είναι πολύ μεγάλοι. Για να την καθησυχάσω της έλεγα, θα τον βάλω εδώ, στη μια πλευρά του γηπέδου και αν τον χτυπήσουν θα σταματήσω τον αγώνα και θα τον βγάλω».

Έτσι παρουσιάζει την ιστορία ο Απαρίσιο, αλλά οι Μέσι - Κουτσιτίνι δίνουν μια άλλη εκδοχή των πραγμάτων. «Ήταν η κυρία Σέλια αυτή που επέβαλε στον Άπα να τον πάρει όταν έλειπε ένας για να συμπληρώσει την ομάδα. Ο προπονητής δεν συμφωνούσε γιατί ήταν πολύ μικρός. Αλλά η γιαγιά επέμενε. "Βάλ' τον και θα δεις πώς παίζει ο μικρούλης", του είπε. "Καλά", της απάντησε ο Άπα, "αλλά θα τον βάλω κοντά στη γραμμή έτσι ώστε εάν κλάψει να τον τραβήξεις εσύ η ίδια"». Η συνέχεια της ιστορίας δεν έχει διαφορές.

Γυρνώντας στην αφήγηση του προπονητή: «Καλά... του έδωσα τη φανέλα και την έβαλε. Η πρώτη μπαλιά πέρασε από τα δεξιά του, την κοίταξε και... τίποτα». Ο κύριος Άπα, όπως τον έλεγαν, σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και μιμήθηκε την τότε έκφραση της έκπληξης του μικρού Μέσι, μετά γυρνά και κάθεται και εξηγεί: «Είναι αριστεροπόδαρος γι' αυτό δεν την έλεγχε». Ακολούθως «η δεύτερη του ήρθε αριστερά, την έπιασε, στριφογύριζε και ντρίμπλαρε μία και άλλη μία και μία ακόμα φορά. Εγώ του φώναζα κλώτσα την, κλώτσα την, φοβόμουν μήπως κάποιος του έκανε κακό, αλλά αυτός συνέχιζε και συνέχιζε. Δεν θυμάμαι εάν έβαλε γκολ, αλλά δεν είχα δει ποτέ κάτι παρόμοιο. Είπα ότι αυτόν δεν τον βγάζω ποτέ και δεν τον έβγαλα ποτέ».

Ο κύριος Απαρίσιο εξαφανίστηκε στο άλλο δωμάτιο και επέστρεψε με μια πλαστική σακούλα. Ψάχνει ανάμεσα από τις αναμνήσεις μιας ζωής. Στο τέλος βρίσκει τη φωτογραφία που έψαχνε. Ένα γήπεδο πράσινο, μια ομάδα από μικρούς με κόκκινες φανέλες και στα πόδια ακριβώς μπροστά από τον Απαρίσιο, πολύ πιο νέο, βρισκόταν ο πιο μικρός από όλους: το άσπρο παντελονάκι του ποδοσφαίρου του έφτανε σχεδόν στις μασχάλες, η φανέλα ήταν πολύ μεγάλη, το βλέμμα του πολύ σοβαρό και τα πόδια του λυγισμένα. «Είναι ο Λιονέλ, μοιάζει με πουλάκι, με ψύλλο, όπως συνήθιζε να τον λέει ο αδερφός του ο Ροντρίγκο. Ήταν του '87 και έπαιζε με αυτούς του '86. Ήταν ο μικρότερος και σωματικά και στην ηλικία, αλλά αγωνιστικά υπερείχε πολύ. Ήταν πολύ ξεχωριστός, ένας παίκτης διαφορετικός, με χαρίσματα φυσικά. Γεννήθηκε γνωρίζοντας. Όταν πηγαίναμε σε ένα γήπεδο ο κόσμος μαζευόταν για να τον δει. Όταν άρπαζε την μπάλα την "έκρυβε". Ήταν τρομερό, δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν. Σημείωνε 4 - 5 γκολ σε κάθε αγώνα. Εναντίον της ομάδας Αμανεσέρ έβαλε ένα γκολ, όπως αυτό των διαφημίσεων. Το θυμάμαι καλά, τους ντρίμπλαρε όλους, ακόμα και τον τερματοφύλακα».

-Πώς έπαιζε;
«Όπως τώρα, ελεύθερα. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να τον περιορίζω στα όρια ενός γηπέδου».
-Πώς ήταν;
«Ένα παιδί σοβαρό. Πήγαινε πάντα στην πλευρά της γιαγιάς του, σιωπηλός. Ποτέ δεν ξεσηκωνόταν. Εάν τον χτυπούσαν μερικές φορές τον έπιαναν τα κλάματα αλλά σηκωνόταν και συνέχιζε τρέχοντας. Γι' αυτό το λόγο αρπάζομαι με όλους όταν λένε ότι είναι ένας κακομαθημένος, ότι δεν είναι τίποτε άλλο και ότι είναι ένας εγωιστής, ένας που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του».

Η γυναίκα του τον φωνάζει από το δωμάτιο, ο κύριος Απαρίσιο πηγαίνει και γυρίζει με περισσότερες αναμνήσεις. Όπως αυτό το βίντεο που δεν μπορούσε να βρει με μερικά παιχνίδια του παιδιού θαύματος, το έδειχνε συνήθως στα παιδιά που προπονούσε για να τους δείξει τι μπορεί κανείς να κάνει με την μπάλα κολλημένη στα πόδια του. Ήταν η πρώτη φορά που ο Λίο γύρισε από την Ισπανία και πήγε να τον συναντήσει. «Όταν συναντηθήκαμε ήταν σαν μία τρέλα. Ήταν πρωί και γύρισα στη μία τα ξημερώματα. Περάσαμε όλο τον χρόνο μιλώντας για το τι είναι το ποδόσφαιρο στην Ισπανία». Ή όταν επίσης εκείνη τη φορά που η συνοικία οργάνωσε μία γιορτή για χάρη του Λιονέλ. Ήθελαν να του δώσουν μια πλακέτα με το όνομά του στο γήπεδο του Γκραντόλι, αλλά στο τέλος ο Λίο δεν μπορούσε να έρθει. Τηλεφώνησε αργά και μας ειδοποίησε ότι θα έρθει την επόμενη φορά. Δεν έχει καμία πικρία ο ηλικιωμένος προπονητής του ποδοσφαίρου, αντιθέτως μιλάει με πολλή τρυφερότητα για αυτό το μικρούλη τον οποίο προπονούσε πριν μερικά χρόνια.

«Όταν είδα από την τηλεόραση το πρώτο γκολ που έβαλε με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα έβαλα τα κλάματα. Η κόρη μου η Γενοβέφα που ήταν στο άλλο δωμάτιο με ρώτησε:
"Τι έχεις, μπαμπά;".
"Τίποτα", της είπα, "είναι η συγκίνηση"».
Ο Απαρίσιο έβγαλε από την πλαστική σακούλα και άλλον ένα θησαυρό. Και άλλη φωτογραφία αυτού του ξανθού μικρού, με μια φανέλα πολύ μεγάλη, και πάρα πολύ μικρά πόδια. Στα χέρια είχε ένα έπαθλο, το πρώτο που κέρδισε. Είναι μεγαλύτερο από αυτόν. Δεν είχε κλείσει καν τα 5 χρόνια της ηλικίας του. Στο Γκραντόλι ήδη είχε αρχίσει να δοκιμάζει τη γεύση των γκολ και της επιτυχίας. Μέχρι που είχε την τύχη, τον δεύτερο χρόνο ο «γέρος του» να μετατραπεί σε προπονητή του. Ο Χόρχε δέχτηκε την πρόταση της διοίκησης του κλαμπ και ανέλαβε τα παιδιά του '87. «Έπαιξαν και με την Άφι, μία από τις πολλές ομάδες που ανταγωνίζονταν στην πόλη. Και τελικά τα κέρδισαν όλα, όλα, όλα, πρωτάθλημα, φιλικά, τουρνουά...» θυμάται περισσότερο με την περηφάνια του πατέρα παρά του προπονητή ο Χόρχε Μέσι.

Επίσης παράλληλα με το ποδόσφαιρο υπάρχει και το κολέγιο. Ο Λίο παρακολουθεί το σχολείο νούμερο 66 -Χενεράλ Λας Έρας- στον αριθμό 4.800 στην οδό Μπουένος Άιρες. Τον πηγαίνει η μητέρα του η Σέλια ή η θεία του η Μαρτσέλα ή η Σίλβια Αρεγιάνο, γειτόνισσα και μητέρα της Σίντια, αχώριστης φίλης του. Πηγαίνουν με τα πόδια, διά μέσου μιας αλάνας, ή γύρω γύρω από τα γήπεδα του ποδοσφαίρου στη στρατιωτική περιοχή, στην οδό Μπαταλιόν ντε Κομουνικασιόνες 121. Λίγο περισσότερο από 10 λεπτά και φτάνει κανείς στην είσοδο του σχολείου. Σήμερα μόλις περάσει κανείς την πόρτα συναντά την τάξη των μικρότερων που είναι αφοσιωμένοι στη ζωγραφική. Δύο από αυτούς φοράνε τη φανέλα του Μέσι. Στο μεγάλο σκεπαστό κτίριο κάποια παιδιά παίζουν με τις άσπρες στολές τους έναν αγώνα ποδοσφαίρου, πολύ συγκεντρωμένα. Έχουν τέρματα, αυτό που δεν έχουν είναι μπάλα. Κάνουν μια μπάλα με χαρτί και τη συγκρατούν με μια κολλητική ταινία. Κινούνται με έναν ρυθμό ιλιγγιώδη χωρίς να πέφτουν και πολύ στο σκληρό έδαφος (γκρίζες πέτρες). Σλάλομ, προσποιήσεις, ντρίμπλες. Ανάμεσα στους παίκτες είναι και ο Μπρούνο Μπιανκούτσι, ο πρώτος εξάδελφος του Λίο, ιδρωμένος και κατακόκκινος από το παιχνίδι, με μαύρα μαλλιά σαν το κάρβουνο κολλημένα στο μέτωπο του και ένα μενταγιόν επάνω του με γραμμές άσπρες και κόκκινες. Οι συμπαίκτες του πιστεύουν πως είναι ο καλύτερος παίκτης.

Ο Τύπος ήδη του έχει αφιερώσει μια σειρά από άρθρα υποδεικνύοντάς τον σαν τον συνεχιστή του Λίο. Οι προπονητές του λένε ότι είναι καλός ντριμπλαδόρος, έχει την ίδια ικανότητα με τον εξάδελφο του. Και όπως κι αυτός, είναι ντροπαλός. Λέει μόνο ότι ζηλεύει από τον εξάδελφο τα ξεκινήματά του και την ικανότητά του να βάζει γκολ. Το ίδιο και ο Μπρούνο, είναι σέντερ φορ και θέλει να φορέσει μια μέρα τη φανέλα της Μπαρτσελόνα. Τριγύρω έχει διαμορφωθεί ένας κύκλος με παιδιά. Όλοι ήθελαν να δώσουν τη γνώμη τους γι' αυτό το παιδί που πριν από μερικά χρόνια πήγαινε στο δικό τους σχολείο. Για τον Πάμπλο, 11 χρόνων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία:
«Τα έχει όλα για να είναι ο καλύτερος στον κόσμο. Καλύτερος και από τον Μαραντόνα. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η ταχύτητά του, είναι απίστευτη».

Υπάρχει κάτι που απασχολεί τον Αγκουστίν, των 9 χρόνων, όπως και πολλούς άλλους συμπατριώτες του:
«Ο Μαραντόνα έκανε το ντεμπούτο του με τους Αρχεντίνος Τζούνιορς. Ο Μέσι... στη Βαρκελώνη, τελικά, πάρα πολύ μακριά από εδώ».
Ακόμα και τα κοριτσάκια κατέληξαν να ενωθούν με την ομάδα μας… και εδώ οι γνώμες σχετικά με τον Μέσι διίστανται. Μερικές τον θεωρούν πολύ όμορφο, άλλες πάρα πολύ κοντούλη.
Είναι ώρα για το διάλειμμα και κάτω από το αιωνόβιο δέντρο, που μοιάζει με μεθυσμένο στύλο, οι μικροί μαθητές ακολουθούν ο ένας τον άλλο και κάθονται. Ο Λίο απέφευγε τον τεράστιο κορμό καθώς έτρεχε πίσω από τις μπάλες φτιαγμένες από πλαστικό και χαρτί. Γι’ αυτόν οι πιο ωραίες αναμνήσεις από αυτά τα χρόνια είναι ακριβώς τα παιχνίδια με οτιδήποτε έπεφτε στα πόδια του. Η μελέτη δεν του άρεσε. Αυτό το διαβεβαιώνει και η Μόνικα Ντομίνα, η δασκάλα του που τον είχε από την πρώτη έως την Τρίτη τάξη.

«Όχι, ο Λίο στα γράμματα δεν ήταν άριστος, αλλά κρατούσε ένα αποδεκτό επίπεδο. Στην αρχή είχε προβλήματα με την ανάγνωση, έτσι υπέδειξα στη μητέρα του να τον πάει σε μια λογοθεραπεύτρια. Με τα υπόλοιπα μαθήματα σιγά σιγά διορθωνόταν, αλλά χωρίς να έχει θεαματικά αποτελέσματα. Ήταν ένα παιδί ήσυχο, γλυκό και ντροπαλό. Ήταν ένας από τους πιο ντροπαλούς μαθητές που είχα ποτέ στη διδακτική μου καριέρα. Εάν δεν τον ρωτούσες θα έμενε σιωπηλός στη θέση του, εκεί στο βάθος της αίθουσας. Τα μεγαλύτερα παιδιά μάλωναν γι’ αυτόν προκειμένου να τον επιλέγουν για να παίξουν τα τουρνουά μεταξύ των σχολείων στο Ροζάριο. Ήταν καλός βεβαίως, κέρδιζε έπαθλα και μετάλλια, αλλά εγώ ποτέ δεν τον άκουσα να καυχιέται επειδή έπαιζε καλά και έβαζε γκολ».

πηγή: barcelonismo.gr


MESSI, LA HISTORIA DEL CHICO QUE SE CONVIRTIOEN LEYENDA
Συγγραφέας: Luca Caioli
Μετάφραση: Αργυρώ Ζαχαρίου
Επιμέλεια: Απόστολος Βαβαρίνης
Εκδότης: Παπαδόπουλος
Ημερ. Έκδοσης: 07/05/2012
Σελίδες: 306
ISBN: 978-960-484-328-2
Βιβλιοδεσία: Soft Cover
Σχήμα: 14.5x20.5
Τιμή: 13,99€



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου