ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η άλλη πλευρά του ωκεανού
17 Σεπτεμβρίου 2000
Λένε ότι στην Αργεντινή και στην Ισπανία μιλάνε την ίδια γλώσσα (τα καστιλιάνικα), αλλά τελικά προκύπτει ότι οι διαφορές είναι πολλές, όχι μόνο στην έννοια κάποιας λέξης ή κάποιων εκφράσεων που καταλήγουν ενίοτε γραφικές. Αναφερόμαστε σε διαφορετικές συνήθειες, διαφορές στον τρόπο ζωής και μερικές φορές στον τρόπο που καταλαβαίνει κανείς τη ζωή. Σχεδόν όλες οι οικογένειες στην Αργεντινή έχουν κάποιον από τους προγόνους τους από την Ισπανία ή την Ιταλία. Αλλά εδώ και έναν αιώνα σχεδόν που ο προπάππους ξεκίνησε από την Ιβηρική Χερσόνησο ή την «μπότα» (δηλ. Ιταλία) και μετατράπηκε από έναν κάτοικο της Γαλικίας ή κάποιας περιοχής της Ιταλίας σε Αργεντινό, τα πράγματα έχουν αλλάξει και έχουν πάρει διαφορετικούς δρόμους. Η ιστορία άνοιξε ρότες, δημιουργώντας κουλτούρες εντελώς διαφορετικές κατά τέτοιο τρόπο που εάν κανείς επιστρέφει σήμερα στην πατρίδα προέλευσής του, η επανένταξή του εκεί δεν είναι κάτι απλό. Σχεδόν πάντα είναι ένα εγχείρημα δύσκολο και ακόμα δυσκολότερο εάν πρόκειται να το αντιμετωπίσει ένα παιδί μόλις 13 χρόνων.
Χρειάζεται μεγάλη δύναμη θέλησης για να αφήσει πίσω την παιδική ηλικία, την πόλη του, το σχολείο του, τους φίλους του, την ομάδα του, τα γήπεδα της Μαλβίνας και της Μπέγια Βίστα, και ένα μέρος της οικογένειάς του. Και πάνω από όλα, χωρίς καμία σιγουριά για το μέλλον ο Λίο Μέσι και ο πατέρας του φεύγουν από το Ροζάριο στις 16 Σεπτεμβρίου του 2000 με προορισμό τη Βαρκελώνη.
Γυρίζοντας ένα βήμα πίσω, θα δούμε γιατί πατέρας και γιος ανεβαίνουν στην υπερατλαντική πτήση των Αργεντίνικων αερογραμμών. πώς πήραν την απόφαση να δοκιμάσουν την τύχη τους στα καταλανικά χώματα και τι περίμεναν από αυτό το ταξίδι. Στα 13 του χρόνια ο Λίο ήταν ήδη μια σημαντική φιγούρα του νεανικού ποδοσφαίρου. Οι εφημερίδες του αφιέρωναν διπλές σελίδες, στις χαμηλές κατηγορίες μιλούσαν γι' αυτόν και στο Μπουένος Αιρες επίσης το ταλέντο του αξιολογήθηκε πολύ θετικά από τη Ρίβερ ΓΙλειτ. Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Φαμπιάν Μπασουάλδο, πρώην αμυντικός της Νιούελς και της Ρίβερ, εκπροσωπούσε για μερικούς μήνες τον Λίο, υπό την προϋπόθεση να διαχειριστεί με τον καλύτερο τρόπο την καριέρα του. Όμως η οικογένεια Μέσι αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι απαραίτητο να διατηρούν κάποιον ατζέντη στο πλευρό ενός τόσο μικρού παιδιού. Μια ωραία ημέρα του 2000, παρουσιάζονται στον πατέρα του Μέσι οι Μαρτίν Μοντέρο και Φαμπιάν Σολντίνι ντε Μάρκα, εκπρόσωποι μιας ισραηλινής εταιρείας, με έδρα στο Ροζάριο που ασχολούνταν με την αγοραπωλησία παικτών. Άνθρωποι για τους οποίους ο Χόρχε, ο πατέρας του Λιονέλ, δεν θέλει να μιλήσει, γιατί στην εξέλιξη της ιστορίας δεν έκαναν καλό στο γιο του.
Σήμερα από τη μια υπάρχει η αλήθεια, η πραγματική πλευρά της υπόθεσης και από την άλλη οι διάφορες δικαστικές προσφυγές. Δικαστικές διαμάχες που θα αναλύσουμε στη συνέχεια. Οι Μοντέρο και Σολντίνι θέλουν να αντιπροσωπεύσουν τον Λιονέλ. Ήταν πεπεισμένοι ότι το παιδί μπορούσε να έχει ένα λαμπρό μέλλον σε οποιαδήποτε μεγάλη ομάδα, στην Ιταλία όπως και στην Ισπανία, από την Ίντερ έως τη Μίλαν, από τη Ρεάλ Μαδρίτης έως την Μπαρτσελόνα. Διαβεβαίωναν ότι είχαν επαφές και υψηλές γνωριμίες. Οι Μέσι δεν υποκύπτουν εύκολα στις Σειρήνες. Μέχρι που ο μικρός να φτάσει να κάνει έστω μια προπόνηση στην Ευρώπη, κανείς δεν θα ασχοληθεί με δουλειές του.
Ωστόσο δεν φαινόταν κάτι αδύνατο, υπήρχε το προηγούμενο του Λεάντρο Ντεπέτρις, του μικρού που πήγε στην Ευρώπη για να ενταχθεί και να προπονηθεί στα γήπεδα της Μίλαν. Το μόνο που απέμενε να δουν ήταν εάν οι φιλίες και οι επαφές δεν ήταν απλώς μία απατή. Δεν ήταν πράγματι, ο Μοντέρο και ο Σολντίνι τούς κάλεσαν τον Αύγουστο του 2000, στη Βαρκελώνη, σε έναν δικό τους συνεργάτη, τον Οράσιο Γκατζιόλι. Ο Γκατζιόλι. που ήταν από το Ροζάριο ζούσε στη Βαρκελώνη από τη δεκαετία του ‘70 και συνεργαζόταν με τον Χοσέ Μαρία Μινγκεγια, μάνατζερ ποδοσφαιριστών και μέλος της Μπαρτσελόνα (με νούμερο κάρτας μέλους 2292), σύμβουλο νέων παικτών του προέδρου Χουάν Γκασπάρ και μελλοντικό υποψήφιο στις εκλογές που τελικά έφεραν τον Χουάν Λαπόρτα στην προεδρία του συλλόγου. «Είδα μία βιντεοκασέτα του παιδιού, ο Οράσιο, ο Μάρτιν και ο Φαμπιάν με συμβούλευαν ότι αξίζει τον κόπο να ενδιαφερθεί κανείς γι΄ αυτόν, έτσι που μιλήσαμε με την Μπαρτσελόνα και τον Τσάρλι (σ.σ. Κάρλες Ρεσάκ) που είναι πολύ φίλος μου», θυμάται σήμερα ο Μινγκέγια.
«Μου μίλησε για ένα παιδί, ποδοσφαιρικά πολύ καλό ταλέντο... Κάτι ανάλογο του Μαραντόνα. Νόμιζα ότι επρόκειτο για ένα παιδί 18 με 19 χρονών, όταν μου είπαν την ηλικία του έμεινα με ανοιχτό το στόμα», συμπληρώνει ο Κάρλες Ρεσάκ, που ήταν εκείνη την εποχή τεχνικός διευθυντής της Μπαρτσελόνα. «Έπρεπε να είναι ένα σούπερ φαινόμενο για να μας ενδιαφέρει. Δεν ήταν η πολιτική του κλαμπ να παίρνουμε νέους παίκτες εκτός Καταλωνίας, πόσο μάλλον έναν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε άλλος τέτοιος. Εγώ ταξίδευα αρκετά στη Νότια Αμερική, αλλά αποφασίσαμε να τον φέρουμε στη Βαρκελώνη για να προπονηθεί για μερικές εβδομάδες και έτσι να έχουν τη δυνατότητα οι προπονητές του ποδοσφαίρου να τον δουν με την ησυχία τους. Ήταν η καλύτερη λύση, καλύτερα να ερχόταν στην Ισπανία με την οικογένειά του όταν μπορούσαν, παρά να προγραμματίζαμε εμείς ένα ταξίδι στην Αργεντινή. Θα μπορούσε να υπάρξει οποιοδήποτε πρόβλημα, ο μικρός να ήταν άρρωστος ή εκείνη την εβδομάδα να μην μπορούσε να παίξει... Ο δικός μας ξεσηκωμός θα ήταν χωρίς λόγο».
Έτσι λοιπόν την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου του 2000 ο Λιονέλ έφτασε στην πρωτεύουσα της Καταλωνιας συνοδευόμενος από τον πατέρα του και τον Φαμπιάν Σολντίνι. Στο αεροδρόμιο «Ελ Πρατ» τους περίμενε ο Ορατιο Γκατζιολι που τους πήγε στο ξενοδοχείο «Πλάζα», στην πλατεία «Ισπανίας», δίπλα στο στάδιο «Μοντζουίκ» εκεί όπου χρόνια μετά σε αυτό το Ολυμπιακό Στάδιο ο Λίο θα κάνει το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Μπαρτσελόνα. Από τα παράθυρα του ξενοδοχείου φαίνεται η πόλη, εάν τα πράγματα πάνε καλά, εάν στη Βαρκελώνη έχει θέση για αυτόν, εδώ πρόκειται να γίνει το σπίτι του. Θα έχει ένα σπίτι, χρήματα, μια δουλειά για τον πατέρα του και ποιος ξέρει, ακόμα και μια ομάδα για τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Ροντρίγκο. Μοιάζει παράξενο που μια ολόκληρη οικογένεια εμπιστεύεται την τύχη της στα χέρια ενός μικρού 13 χρόνων. Η Σέλια και ο Χόρχε ήδη πριν να παντρευτούν σκέφτονταν να μεταναστεύσουν. Στην Αυστραλία. Ήθελαν μια νέα ζωή και σε έναν νέο κόσμο. Δεν ήταν άσχημη η ζωή τους αλλά ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να φτάσουν πολύ μακριά. Η ζωή τους στην Αργεντινή δεν μπορούσε να αλλάξει και πολύ. Έψαχναν μία ευκαιρία για τα παιδιά τους, και ο Λίο στη Βαρκελώνη μπορούσε να έχει ιατρική φροντίδα και να προπονηθεί και να αναπτυχθεί ποδοσφαιρικά σε μια μεγάλη ομάδα, όπως ταίριαζε στο ταλέντο του. Αλλά δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Οι Μέσι αναρωτήθηκαν πολλές φορές αν έκαναν καλά ή έσφαλλαν.
Πριν φύγουν συγκέντρωσαν όλη την οικογένεια γύρω από το τραπέζι και ρωτούσαν τον καθέναν ξεχωριστά τι ήθελε να κάνει, ξεκαθαρίζοντας ότι εάν μόνο ένας αποφάσιζε να μην πάει θα έμεναν όλοι στο Ροζάριο.
Το δοκιμαστικό ήταν για τη Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου το απόγευμα. Ο Λιονέλ μένει με το στόμα ανοιχτό θαυμάζοντας τις αθλητικές εγκαταστάσεις. Μέχρι που τον τράβηξαν μία φωτογραφία πίσω από μια πόρτα του Μίνι Εστάδι (γήπεδο της δεύτερης ομάδας), όπως κάνουν όλοι οι τουρίστες που σήμερα επισκέπτονται το «Καμπ Νου», Μετά μπήκε στα αποδυτήρια για να αλλάξει και έπειτα συναντά τις ομάδες των μικρών στα γήπεδα 2 και 3, Κατά τη διάρκεια μίας εβδομάδας παίζει σε μια ομάδα της ηλικίας του Ο Χόρχε. όπως συνήθιζε να κάνει στο γήπεδο στο Ροζάριο, τον παρακολουθεί σιωπηλός από τις εξέδρες. Ο Λίο, έτσι, για να μην απογοητεύσει τον πατέρα του, βάζει 5 γκολ, και ένα που του ακύρωσαν, σε ένα μόνο ανώνα. Ο μπαμπάς τού είχε υποσχεθεί ότι θα του αγόραζε μια φόρμα εάν κατάφερνε να φτάσει στα έξι γκολ. Στο τέλος έπρεπε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Το παιδί από την Αργεντινή το σχολίαζαν όλοι οι προπονητές που τον έβλεπαν, έλεγαν ότι τα πάει πολύ καλά. Όμως την απόφαση για το μέλλον του θα έπρεπε να την πάρει ο Κάρλες Ρεσάκ. Αλλά ο Τσάρλι ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Στο Σίδνεϊ, στην Αυστραλία, όπου διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Είχε πάει για να παρακολουθήσει το τουρνουά του ποδοσφαίρου που έκλεισε με έναν τελικό Ισπανία - Καμερούν και νικητές τους Αφρικανούς στα πέναλτι. Έτσι η παραμονή του Λίο στη Βαρκελώνη παρατείνεται μέχρι την επιστροφή του Ρεσάκ η οποία θα ήταν στις 2 Οκτωβρίου. Το ζήτημα ήταν ακόμα στον «αέρα» και έπρεπε να λυθεί το συντομότερο δυνατό, έτσι την Τρίτη 3 Οκτωβρίου στις 5 το απόγευμα οργανώθηκε ένας αγώνας μεταξύ της ομάδας των μικρών και αυτής των νέων. Ο Τσάρλι ήθελε να δει πώς θα αντιμετώπιζε μεγαλύτερα παιδιά από αυτόν.
«Ερχόμουν από ένα τραπέζι και έφτασα 5 λεπτά αργότερα στο γήπεδο. Οι δύο ομάδες έπαιζαν ήδη», αναφέρει ο Ρεσάκ. «Εγώ έπρεπε να πάω από την απέναντι πλευρά του γηπέδου για να συναντήσω τους προπονητές. Έκανα 7-8 λεπτά για να φτάσω. Όταν έφτασα στις εξέδρες ήδη είχε ληφθεί η απόφαση».
Στον Κιμέτ Ριφέ και στον Μιγκέλι (προπονητές των μικρών) τους λέει: «Πρέπει να τον πάρουμε. Τώρα! Τι είδα; Ένα παιδί πολύ μικρόσωμο αλλά διαφορετικό, με μια τρομερή εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ικανό, γρήγορο, με πολύ καλή τεχνική, με πολλή ταχύτητα με την μπάλα στα πόδια, ικανό να ξεπερνά όποιον έχει μπροστά ταυ. Δεν ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τα χαρακτηριστικά που τώρα όλοι γνωρίζουμε, φαίνονταν από τα 13 του και πολύ πιο πριν. Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που χρειάζονται μια ομάδα για να λάμψουν, αυτός όχι. Σε όποιον μου λέει ότι ήμουν εγώ αυτός που τον ανακάλυψε του λέω: εάν περνούσε ένας αρειανός από εδώ σίγουρα θα καταλάβαινα ότι πρόκειται για κάτι το εξαιρετικό».
Αυτό ήταν, ο επικεφαλής είχε πει το «ναι». Δύο μέρες μετά, ο Λιο και ο πατέρας του πήραν μία πτήση για το Μπουένος Αιρες. Γύρισαν στο σπίτι ευχαριστημένοι. Ο Τσάρλι Ρεσάκ, διά μέσου ενός τρίτου ατόμου (μέχρι και σήμερα ο Χόρχε δεν γνωρίζει προσωπικά τον Τσάρλι, ακόμα και αν είναι σίγουρος ότι εάν ο γιος του παίζει σήμερα στην Μπαρτσελόνα είναι χάρη στην επιμονή του προπονητή), τους υποσχέθηκε ότι σε λίγο καιρό θα τους καλέσουν ξανά στη Βαρκελώνη για να φτιάξουν το συμβόλαιο. Έτσι λοιπόν η περιπέτεια στην άλλη πλευρά του ωκεανού πήγε καλά. Όμως πίσω τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Έμεναν πολλές υποθέσεις για να ξεπεραστούν. Σήμερα ο Ρεσάκ, μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της Μπαρτσελόνα, θυμάται μπροστά από ένα φλιτζάνι καφέ στο μπαρ του ξενοδοχείου «Πρινθέσα Σοφία», δύο βήματα μακριά από το «Καμπ Νου»:
«I: Ήταν ξένος και οι νόμοι δεν επιτρέπουν σε ένα ξένο παιδί να παίζει σε καμία εθνική κατηγορία. Αυτό ήταν σημαντικό μειονέκτημα.
2: Ήταν μικρός. Μπορούσε να μην καταλήξει να γίνει ένας παίκτης της Μπαρτσελόνα, εξαιτίας της νοοτροπίας του, εξαιτίας μιας ρήξης συνδέσμων, είτε λόγω της ωριμότητάς του. Τι θα έκανε; Θα άρχιζε να κλαίει αν ήταν μόνος του στη Βαρκελώνη.
3: Τι θα γίνονταν οι γονείς; Έπρεπε να τους ψάξουμε δουλειά αν μετακόμιζαν στην Ισπανία.
4: Το παιδί έχει πρόβλημα ανάπτυξης, χρειάζεται θεραπεία».
Ο Ρεσάκ εξηγεί, ξεπερνώντας τα συν και τα πλην, πώς αποφάσισε ότι με κάθε κόστος έπρεπε να ρισκάρουν και να υπογράψουν, γιατί απλά ήταν πολύ καλός. Εκτός των άλλων δεν ήταν όλοι στην ομάδα τόσο αποφασισμένοι και όταν έφτασε η στιγμή να πάρουν την απόφαση εμφανίστηκαν οι αμφιβολίες. Άλλοι τον έβλεπαν πολύ νεαρό και μικρόσωμο, άλλοι τον θεωρούσαν απλώς έναν παίκτη του παιδικού ποδοσφαίρου. Ενστάσεις στις οποίες ο Τσάρλι απαντούσε τυποποιημένα: «φέρτε μου όλους τους παίκτες του παιδικού ποδοσφαίρου, τους θέλω όλους στην ομάδα μου». Ακόμα και ο πρόεδρος, ο Χουάν Γκασπάρ, του ζήτησε εξηγήσεις για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ρωτώντας εάν αξίζει τον κόπο να επωμισθούν την οικογένεια ενός μικρού που ήταν μόνο 13 χρόνων. «Και του απάντησα «ναι» και ότι ήταν αναγκαίο να ρισκάρουμε».
Ο καιρός κυλούσε, πέρασαν και ο Σεπτέμβρης και ο Οκτώβρης, δεν είχαν ακόμα καταλήξει στην ποθούμενη απόφαση. Στις 14 του Δεκεμβρίου, ο Μινγκέγια κάλεσε τον Ρεσάκ. Έδωσαν ραντεβού στο εστιατόριο των γηπέδων της Βασιλικής Ένωσης τένις Πομπηία στο «Μοντζουίκ». Στο τραπέζι επίσης ήταν ο Οράσιο Γκατζιόλι που από τότε εκπροσωπούσε την οικογένεια Μέσι. Ήταν αυτός που επέμενε περισσότερο: «Τσάρλι, έχουμε φτάσει μέχρι εδώ, ή πάμε μπροστά ή ο μικρός θα πάει στην άλλη μεριά», θυμάται ο Γκατζιόλι και προσθέτει: «Δεν ήταν ένα παραπλανητικό τέχνασμα... Ήδη είχαμε αρχίσει να κάνουμε και άλλα ανοίγματα για τον μικρό, και αυτά ήταν με τη Ρεάλ Μαδρίτης».
«Δεν εμπιστεύονταν ούτε εμένα ούτε την Μπαρτσελόνα. Μου ζητούσαν μια υπόσχεση γραπτώς ή θα προχωρούσαν στο κλείσιμο των διαπραγματεύσεων. Εγώ είχα ξεκάθαρο στο μυαλό μου», λέει ο Ρεσάκ, «ότι αυτό το αγόρι δεν θα μπορούσε να μας ξεφύγει», έτσι άρπαξε το πρώτο πράγμα, που βρήκε μπροστά του, μία χαρτοπετσέτα ήταν, και έγραψε κάτι σαν αυτό... «ότι η εταιρεία δεσμευόταν ότι θα υπέγραφε με τον Λίο Μέσι εάν τηρούνταν όλες οι συνθήκες της συμφωνίας». Την υπέγραψε και την έδωσε. Μια χαρτοπετσέτα υπογεγραμμένη και από τον Μινγκέγια και τον Γκατζιόλι («ένα ιερό κειμήλιο» που φυλάσσεται με μεγάλη προσοχή ακόμα), αλλά αυτό δεν ήταν παρά ένας λόγος τιμής, που χωρίς άλλο δεν ήταν αρκετός,. Δεν ήταν όμως ένα συμβόλαιο, όπως συνηθίζεται στο επαγγελματικά ποδόσφαιρο, με νομική ισχύ.
Πριν πακεταριστούν όλα τα πράγματα και φύγουν για τη Βαρκελώνη, οι Μέσι ήθελαν κάποιες εγγυήσεις. Αρχίζοντας με το κόστος του ταξιδιού και συνεχίζοντος με το σπίτι και τη δουλειά για τον Χορχε, που για να ακολουθήσει τον γιο του με όλη την οικογένεια έπρεπε να αφήσει τη δουλειά του στην Ασιντάρ. Ο Τσάρλι Ρεσάκ δούλευε σκληρά για να λύσει τα προβλήματα, αλλά δεν ήταν εύκολο: «Στην αρχή δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα συμβόλαιο. Ήταν ένα παιδί που δεν θα πήγαινε άμεσα να παίξει με τους νέους, αλλά ήταν ένας μικρός που έπρεπε να τον έχουμε».
Στις 8 Ιανουαρίου του 2001, στο εστιατόριο «Βία Βένετο» στη Βαρκελώνη, έφτασαν στην τελική συμφωνία. Ο Χουάν Λακουέβα, πρώην υπάλληλος της Εσπανιόλ και τώρα βοηθός γενικού διευθυντή, υπεύθυνος για το κομμάτι του ποδοσφαίρου στην Μπαρτσελόνα, σε συνεργασία με τον Ριφέ, συντονιστή του γηπέδου και της ομάδας, με το βλέμμα στο μέλλον αποφασίζουν να κάνει η ομάδα μια προσπάθεια με τον Μέσι. Στην αναφορά που του ζητήθηκε ο Ρεσάκ έγραψε με ενθουσιασμό ότι ο Μέσι ήταν απλά φαινόμενο. Έτσι λοιπόν συντάχτηκαν δύο έγγραφα που στάλθηκαν στον Χόρχε Μέσι: ένα του Τσάρλι, που επικυρώνει τις αθλητικές συμφωνίες με την οικογένεια στη Βαρκελώνη, και το άλλο του Λακουέβα σχετικά με τις οικονομικές συμφωνίες. Συμπεριλαμβάνονταν τα σχετικά με το ενοίκιο του σπιτιού, για το σχολείο και για τα 7 εκατομμύρια πεσέτες που θα έπαιρνε ο πατέρας του παίκτη σαν αποζημίωση για τη δουλειά σε θέση προπονητή στο κλαμπ, ένας τρόπος για να δοθεί ένας μισθός στον μικρό, αφού σε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα μπορούσε να διεκδικήσει ήταν μια υποτροφία για σπουδές. Αυτό ήταν και ένα έγγραφο που έπεισε τελικά τους Μέσι για να ετοιμάσουν τις βαλίτσες τους. Στις 15 Φεβρουαρίου του 2001, μέσα στο καλοκαίρι στην Αργεντινή και σε βαρύ χειμώνα στη Βαρκελώνη, ολόκληρη η οικογένεια αποβιβάζεται στο καταλονικο αεροδρόμιο.
πηγή: barcelonismo.gr
Μετάφραση: Αργυρώ Ζαχαρίου
Επιμέλεια: Απόστολος Βαβαρίνης
Εκδότης: Παπαδόπουλος
Ημερ. Έκδοσης: 07/05/2012
Σελίδες: 306
ISBN: 978-960-484-328-2
Βιβλιοδεσία: Soft Cover
Σχήμα: 14.5x20.5
Τιμή: 13,99€
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου