ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ροζάριο
«Αγοράζω κρέας από μπούτι ή ένα άλλο κομμάτι κρέατος τετράγωνο (τέτοιο
βρήκα και στη Βαρκελώνη, αλλά δεν ξέρω πώς λέγεται). Το κόβω σε κομμάτια φιλέτου και σε κάθε κομμάτι
βάζω λίγο αλάτι, το περιχύνω με ένα χτυπημένο αυγό, το
αλευρώνω και το τηγανίζω μέχρι να πάρει ένα χρυσό χρώμα. Αφού τηγανίσω όλα τα φιλέτα, τα βάζω σε ένα σκεύος για το φούρνο. Κόβω
ένα κρεμμύδι σε μακριές κάθετες λωρίδες και τις τσιγαρίζω
μέχρι να μαλακώσουν. Στη συνέχεια προσθέτω τριμμένη ντομάτα, λίγο
νερό, αλάτι, ρίγανη και μία πρέζα ζάχαρης. Αφήνω τη σάλτσα στη
φωτιά για είκοσι λεπτά και μόλις γίνει, περιχύνω με αυτήν κάθε
κομμάτι κρέατος καλύπτοντάς τα όλα καλά. Βγάζω από το ψυγείο ένα
κρεμώδες τυρί ή άλλο τυρί σε φέτες και το βάζω επάνω στα
φιλέτα, σε κουταλιές για το κρεμώδες τυρί ή σε ροδέλες για άλλο τύπο
τυριού σε φέτες. Βάζω το σκεύος στο φούρνο και το αφήνω μέχρι
που να λιώσει το τυρί. Τηγανίζω και πατάτες για συνοδευτικό και
η “Mιλανέζα αλά Ναπολιτάνα” είναι έτοιμη».
Η Σέλια περιγράφει με το πάθος και την εμπειρία μιας
καλής μαγείρισσας το αγαπημένο πιάτο του γιου της, Λιονέλ Μέσι.
«Όταν πηγαίνω στη Βαρκελώνη το ετοιμάζω δύο, τρεις φορές την
εβδομάδα», λέει. «Ο γιος μου τρώει τουλάχιστον τρία φιλέτα.
Τον κοροϊδεύω και του λέω ότι είναι η Μιλανέζα μου η
μαγειρεμένη με τον ναπολιτάνικο τρόπο και η μάτε μου (παραδοσιακό
καφεϊνούχο ρόφημα της Ν. Αμερικής) αυτά που σε κάνουν να βάζεις τόσα γκολ».
«Είναι αλήθεια ότι όταν έβαλε τρία γκολ στη Ρεάλ
Μαδρίτης, εγώ ήμουν εκεί και του είχα ετοιμάσει το αγαπημένο του
φαγητό αλλά και μάτε για βραδινό. Ο Λιονέλ έχει πολύ απλά
γαστρονομικά γούστα, καθώς
τρώει τη Μιλανέζα -αλλά χωρίς προσούτο ούτε αυγά τηγανητά από πάνω-, κοτόπουλο με σάλτσα
κόκκινης μεγάλης πιπεριάς και κρεμμύδια, ντομάτες με
ρίγανη... δεν του αρέσουν οι σύνθετες συνταγές όπως αυτές που φτιάχνει ο
αδερφός του ο Ροντρίγκο, αλλά o Ροντρίγκο μαγειρεύει έτσι
γιατί είναι μάγειρας και το όνειρό του είναι να ανοίξει αργά ή
γρήγορα ένα δικό του εστιατόριο. Είναι λογικό λοιπόν να
πειραματίζεται και να δοκιμάζει νέες συνταγές. Ακόμα και του άλλου του αδερφού
του, του μικρότερου συχνά δεν του αρέσουν».
- Είναι γλυκατζής;
«Ναι, στον Λίο αρέσει η σοκολάτα και τα αλφαχόρες (γλυκά αμυγδαλωτά με φουντούκια,
μέλι και μπαχαρικά). Όταν πάμε στην Ισπανία πρέπει να πάρουμε μαζί μας πολλά κουτιά για
να έχει πάντα μια καλή προμήθεια».
Λέει ο θρύλος ότι όταν ήταν μικρός ένας προπονητής τού
είχε τάξει να του δώσει ένα αλφαχόρ για κάθε γκολ που θα έβαζε
και αυτός έβαλε 8 γκολ σε ένα μόνο παιχνίδι. Τεράστιο
γεύμα!!!
Μπροστά σε έναν καφέ με γάλα στο μπαρ «Λα Τιέντα», που βρίσκεται στη λεωφόρο Σαν Μαρτίν του Ροζάριο, η μητέρα
του παίκτη με το νούμερο 10 της Μπαρτσελόνα μιλά με κέφι για
τον γιο της που είναι γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Σέλια
Μαρία Κουτσιτίνι Ολιβέιρα ντε Μέσι, με μαύρα μαλλιά, ντελικάτο
χαμόγελο και χαρακτηριστικά προσώπου τέτοια που θυμίζουν τον
Λίο (ακόμα και αν εκείνη υποστηρίζει γελώντας ότι μοιάζει του
πατέρα του), έχει μια γλυκιά φωνή. Ενώ μιλάει ψάχνει με το
βλέμμα της τη Μαρτσέλα, την αδερφή της η οποία είναι καθισμένη
ακριβώς μπροστά της.
Η μικρότερη της οικογένειας Κουτσιτίνι επίσης είναι μητέρα ποδοσφαιριστών: Ο Μαξιμιλιάνο παίζει στο Μεξικό, στην Κρουζ Αζούλ, ο Εμμάνουελ παίζει στη Γερμανία στη Μόναχο 1860 και ο Μπρούνο προπονείται στην ακαδημία ποδοσφαίρου Ρενάτο Σεζαρίνι, από όπου βγήκαν παίκτες όπως ο Φερνάντο Ρεντόντο και ο Σαντιάγκο Σολάρι. H Μαρτσέλα Κουτσιτίνι ντε Μπιανκούτσι είναι η αγαπημένη θεία και νονά του Λίο. Στο σπίτι της καταφεύγει όταν γυρνά στο Ροζάριο. «Πρέπει να τον ψάξουμε ή να τηλεφωνήσουμε στο σπίτι της για να μάθουμε γι’ αυτόν, αλλά η αδερφή μου τον κακομαθαίνει», λέει η Σέλια. «Μετά είναι και ο Εμμάνουελ, που είναι αχώριστοι. Από μικροί ποτέ δεν σταματούσαν να παίζουν μπάλα. Ήταν πέντε αγόρια: οι τρεις δικοί μου, ο Ματίας, ο Ροντρίγκο και ο Λίο, και οι δύο της αδερφής μου: ο Μαξιμιλιάνο και ο Εμμάνουελ. Τις Κυριακές όταν πηγαίναμε στο σπίτι της μητέρας μου, πριν να φάμε, όλοι έβγαιναν έξω για να παίξουν», θυμάται η Σέλια. «Έπαιζαν με πάθος ποδόσφαιρο ή ποδοτένις και ο Λίο στο λεπτό γύρναγε στο σπίτι κλαίγοντας γιατί είχε χάσει ή γιατί οι μεγαλύτεροι τον είχαν ξεγελάσει».
Η μικρότερη της οικογένειας Κουτσιτίνι επίσης είναι μητέρα ποδοσφαιριστών: Ο Μαξιμιλιάνο παίζει στο Μεξικό, στην Κρουζ Αζούλ, ο Εμμάνουελ παίζει στη Γερμανία στη Μόναχο 1860 και ο Μπρούνο προπονείται στην ακαδημία ποδοσφαίρου Ρενάτο Σεζαρίνι, από όπου βγήκαν παίκτες όπως ο Φερνάντο Ρεντόντο και ο Σαντιάγκο Σολάρι. H Μαρτσέλα Κουτσιτίνι ντε Μπιανκούτσι είναι η αγαπημένη θεία και νονά του Λίο. Στο σπίτι της καταφεύγει όταν γυρνά στο Ροζάριο. «Πρέπει να τον ψάξουμε ή να τηλεφωνήσουμε στο σπίτι της για να μάθουμε γι’ αυτόν, αλλά η αδερφή μου τον κακομαθαίνει», λέει η Σέλια. «Μετά είναι και ο Εμμάνουελ, που είναι αχώριστοι. Από μικροί ποτέ δεν σταματούσαν να παίζουν μπάλα. Ήταν πέντε αγόρια: οι τρεις δικοί μου, ο Ματίας, ο Ροντρίγκο και ο Λίο, και οι δύο της αδερφής μου: ο Μαξιμιλιάνο και ο Εμμάνουελ. Τις Κυριακές όταν πηγαίναμε στο σπίτι της μητέρας μου, πριν να φάμε, όλοι έβγαιναν έξω για να παίξουν», θυμάται η Σέλια. «Έπαιζαν με πάθος ποδόσφαιρο ή ποδοτένις και ο Λίο στο λεπτό γύρναγε στο σπίτι κλαίγοντας γιατί είχε χάσει ή γιατί οι μεγαλύτεροι τον είχαν ξεγελάσει».
«Την άλλη φορά ο Μάξι μού μιλούσε για αυτά ακριβώς τα
παιχνίδια», πρόσθεσε η Μαρτσέλα, «και μου έλεγε ότι όταν
όλοι γυρίσουν στο Ροζάριο, έχει μεγάλη επιθυμία για ένα ματς
Μέσι-Μπιανκούτσι, έτσι για να θυμηθούν τον παλιό καιρό». Και η
θύμησή μας πήγε μέχρι τη γιαγιά Σέλια, με τα ωραία της, τις
λιχουδιές της, τα γλυκά της και τις μακαρονάδες της, τις οικογενειακές
συναντήσεις τις Κυριακές και το πάθος της για το ποδόσφαιρο.
«Ήταν αυτή που συνόδευε τα αγόρια στις προπονήσεις και αυτή η
οποία επέμενε να αφήσουν να παίξει και ο Λιονέλ μου, αν και δεν
είχε την απαιτούμενη ηλικία, ακόμα και σωματικά φαινόταν ο
μικρότερος. Πάντα ήταν ο πιο μικρόσωμος και φοβόντουσαν ότι θα
τον πατούσαν ή θα τον χτυπούσαν αλλά εκείνη όχι, επέμενε:
“Πάρτε τον Λιονέλ, πάρτε τον μικρούτσικο, αυτός είναι που βάζει
γκολ”.
Ήταν εκείνη που μας έπεισε να του αγοράσουμε τα παπούτσια του ποδοσφαίρου. Είναι κρίμα που δεν μπορεί να τον δει
σήμερα. Πέθανε όταν ο Λίο ήταν 10 χρονών, αλλά ποιος ξέρει, ίσως
από εκεί ψηλά ή όπου αλλού είναι βλέπει σε τι έχει εξελιχθεί
ο εγγονός που τόσο πολύ αγαπούσε και είναι ευτυχισμένη».
- Αλλά πώς άρχισε ο Λίο να παίζει ποδόσφαιρο; Από ποιον έμαθε, από πού προέρχεται όλη αυτή η ικανότητα, είναι
θέμα κληρονομικότητας;
«∆εν ξέρω, ίσως από τον πατέρα του, από τα αδέρφια του,
τα ξαδέρφια του... Στην οικογένειά μας πάντα μας άρεσε το
ποδόσφαιρο. Ακόμα και εγώ η ίδια είμαι ερωτευμένη με το
ποδόσφαιρο. Το είδωλό μου είναι ο Μαραντόνα. Η καριέρα του, τα γκολ του,
όλα τα έζησα με μεγάλο πάθος. Όταν τον γνώρισα του είπα:
“Εύχομαι μια μέρα ο γιος μου να γίνει ένας καλός ποδοσφαιριστής και
εσύ να τον οδηγείς”... και κοίτα τώρα πώς ήρθε... ο Μαραντόνα
έγινε αυτός που επιλέγει για την εθνική ομάδα της Αργεντινής».
Γίνεται μια στάση στην αφήγηση αφού άρχισε να χτυπά το
κινητό. Η Σέλια ζητάει συγγνώμη, απομακρύνεται λίγο και
απαντά ενώ η Μαρτσέλα επανέρχεται στο θέμα του μικρού Λίο. «Ήταν απίστευτο, μόλις
είχε κλείσει τα πέντε και έπαιζε με την μπάλα όπως κανείς άλλος. Του άρεσε και δεν σταματούσε. Σούταρε
τόσο δυνατά την μπάλα στις αυλόπορτες των σπιτιών, που αρκετές
φορές οι γείτονες του ζητούσαν να χαλαρώσει λίγο».
Η Σέλια έκλεισε το κινητό και κάθισε. «Η χειρότερη
τιμωρία που μπορούσε κανείς να επιβάλει στον Λίο ήταν να μην πάει
στην προπόνηση. “Όχι, μαμάκα, σε παρακαλώ, θα τα κάνω όλα
καλά, μη σε νοιάζει, σου το υπόσχομαι... άσε με να πάω να
παίξω”. Παρακαλούσε και επέμενε μέχρι να με μεταπείσει. Ο Λίο δεν
ήταν ένα παιδί δύσκολο και κακομαθημένο, ήταν πάντα ένα καλό
παιδί, ήσυχο, ντροπαλό, όπως ακριβώς είναι σήμερα».
- Αλήθεια;
«Ναι, πράγματι. Ο
Λίο δεν υπολογίζει τη φήμη του. Όταν επιστρέφει στο Ροζάριο θέλει να περνάει με τον εξάδελφό του
τον Εμμάνουελ από εδώ στη λεωφόρο του Σαν Μαρτίν. Όταν του λέμε
ότι δεν είναι δυνατόν και ότι εδώ ο κόσμος της γειτονιάς του
όταν τον δει θα πάθει ένα είδος υστερίας και δεν θα τον αφήσουν να
κάνει ούτε δύο βήματα, του χαλάει η διάθεση. Στη Βαρκελώνη πάει
στο πολυκατάστημα Ελ Κόρτε Ινγκλές με τα αθλητικά του
παπούτσια και τη φόρμα του. Ο Ροναλντίνιο αρκετές φορές τον κορόιδευε
και του έλεγε ότι είναι τρελός να βγαίνει έτσι έξω βόλτα.
Αλλά αυτός δεν έχει συνειδητοποιήσει ποιος είναι. ∆εν τον βαραίνει
να είναι διάσημος, να υπογράφει αυτόγραφα και να βγάζει
φωτογραφίες με τους οπαδούς. Μερικά βράδια, όταν έρχεται στο σπίτι
μετά από πολύ καιρό ή όταν πάω να τον δω, ξαπλώνω στο κρεβάτι του μαζί του. Συζητάμε διάφορα, τον χαϊδεύω στα μαλλιά, του
εξιστορώ διάφορα και του λέω μισοαστεία: “και τι δεν θα έδιναν
πολλές κοπέλες να είναι εδώ μαζί σου στο πλευρό σου”. Αυτός μου
κάνει μια φάτσα ενοχλημένη και μου λέει: “μη λες βλακείες,
μαμά”».
Στους τοίχους του μπαρ είναι κρεμασμένες φανέλες
Αργεντινών ποδοσφαιριστών.
Κορνιζαρισμένη κάτω από ένα κρύσταλλο υπάρχει επίσης η φωτογραφία του Λίο, με το νούμερο 30 της Μπαρτσελόνα.
«∆εν ξέρουν ότι είμαι η μητέρα του αν και ζούμε στην περιοχή»,
σχολιάζει η Σέλια, μια γυναίκα που αποφεύγει τη φήμη, πολύ
συνειδητοποιημένη για το ρίσκο που φέρνει μαζί της η
δημοσιότητα.
Έχει ξεκάθαρες προτεραιότητες στη ζωή της και σε
αυτές των γιων της.
- Πολύ ωραία, αλλά πώς αισθάνεσαι να είσαι η μητέρα ενός διάσημου παιδιού;
«Περήφανη, πολύ
περήφανη. Ανοίγοντας την εφημερίδα και βλέποντας, τόσο εδώ όσο και στην Ισπανία, μια είδηση
σχετικά με τον γιο μου ή βλέποντας τις αθλητικές μπλούζες των
μικρών με το όνομά του φορεμένες... με κάνει πολύ περήφανη. Όπως
με ενοχλεί και να ακούω κακές κριτικές για το παιχνίδι του
και παραπληροφόρηση πάνω στην προσωπική του ζωή. Ενοχλεί βαθύτατα και πονάει όταν κάποιος σε καλεί και σου λέει: Είδες
αυτό, είδες το άλλο; Ο Λίο πολύ λίγες φορές διαβάζει αυτά που γράφουν
γι’ αυτόν. Οπωσδήποτε τα γνωρίζει, απλά δεν τους δίνει σημασία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει περάσει περιόδους πολύ
δύσκολες.
Και αυτός είχε τα κάτω του όταν είχε πάθει τραυματισμούς,
όταν ήταν εκτός γηπέδων για μήνες, όταν τα πράγματα δεν του
πηγαίνουν όπως θέλει. Εγώ σε αυτές τις περιπτώσεις δεν το
σκέπτομαι καθόλου, αρπάζω τις βαλίτσες μου και πάω στη Βαρκελώνη
για να δω τι γίνεται, για να είμαι κοντά του, για να τον
προσέχω όσο είναι δυνατόν. Ο Λίο είναι πάντα ένας άνθρωπος που
κλείνεται μέσα στα προβλήματα, αλλά την ίδια στιγμή είναι πολύ
ώριμος για την ηλικία του. Θυμάμαι όταν ψάχναμε για τη δυνατότητα να
επιστρέψουμε στην Αργεντινή από τη Βαρκελώνη, μου είπε:
“Μαμά, εσείς πηγαίνετε, εγώ θα μείνω, μην ανησυχείς. Ο Θεός θα
μας βοηθήσει”... Έχει πολύ δυνατή θέληση».
Συνεχίζει, και μιλάει για τηνεπιτυχία, για τον κόσμο που
ξετρελαίνεται με τον «Ψύλλο» και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
«Αυτό που περισσότερο μου αρέσει είναι ότι ο κόσμος τον
αγαπάει», λέει η Σέλια. «Τον αγαπάει, πιστεύω επειδή είναι απλός,
ταπεινός και καλός άνθρωπος. Σκέφτεται πάντοτε τους άλλους και
ανησυχεί αν είναι καλά όσοι βρίσκονται γύρω του, για τους γονείς του,
τα αδέρφια του, τα ανίψια του, τα εξαδέρφια του. Πάντοτε
σκέφτεται την οικογένειά του. Σίγουρα εγώ είμαι η μητέρα του και μια
μητέρα όταν μιλάει για τα παιδιά της, μόνο καλά πράγματα μπορεί να
πει, παρ’ όλα αυτά ο Λίο έχει μεγάλη καρδιά».
- Πώς βλέπει η μητέρα το μέλλον του γιου της;
«Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, θα ήθελα να μείνει στην
ιστορία όπως ο Πελέ, όπως ο Μαραντόνα, να πάει μακριά, πολύ
μακριά. Αλλά πάνω από όλα σαν μητέρα παρακαλώ τον Θεό να είναι
ευτυχισμένος, να φτιάξει μια οικογένεια και να ζήσει τη ζωή
του γιατί μέχρι τώρα δεν έχει ζήσει τίποτα. ∆όθηκε και δίνεται στο
ποδόσφαιρο με ψυχή και σώμα. ∆εν βγαίνει, δεν κάνει πολλά
πράγματα που κάνουν οι νέοι της ηλικίας του. Γι’ αυτό θα ήθελα να
έχει μία ζωή θαυμάσια. Το αξίζει».
Έξω από την τζαμαρία ο ουρανός είχε μαυρίσει. Η κίνηση
στο δρόμο είχε γίνει χαοτική, αυτοκίνητα, σαραβαλιασμένα
φορτηγά που αφήνουν ένα σύννεφο καπνού, μία άμαξα φορτωμένη με
παλιοσίδερα που την τραβούσε ένα γέρικο άλογο, και ένα
πλήθος κόσμου που κατευθυνόταν μαζικά προς τα καταστήματα και
τις στάσεις των λεωφορείων. Η Σέλια έπρεπε να γυρίσει σπίτι,
την περίμενε η κόρη της η Μαρία Σολ. Η Μαρτσέλα έπρεπε να
πάει να βρει τον Μπρούνο στην Ακαδημία ποδοσφαίρου. Επειδή έβρεχε
η Σέλια επέμενε να συνοδεύσει όσους από την παρέα πήγαιναν
στο κέντρο της πόλης. Ενώ η Σέλια πηγαίνει προς το
αυτοκίνητο, με τη Μαρτσέλα κάνουμε κάποια σχόλια σχετικά με τις φοβίες
των μητέρων για τα παιδιά τους. Τα μαθήματα, τα χρήματα που
μπορούν να πάρουν το μυαλό κάποιου... «Για την ώρα, τα
παιδιά μου και ο Λίο δεν έχασαν την αίσθηση της πραγματικότητας.
Εγώ, η οικογένειά μου καθώς επίσης και η οικογένεια της αδερφής
μου ζούμε στην ίδια γειτονιά που μεγαλώσαμε, στο ίδιο σπίτι
όπως πάντα, δεν αλλάξαμε περιοχή, δεν θελήσαμε να αφήσουμε τις
ρίζες μας, και τα παιδιά μας εξακολουθούν να συναναστρέφονται
τους ίδιους ανθρώπους. Ελπίζω αυτά να μην αλλάξουν ποτέ.
Ελπίζω να μη συμβεί αυτό που συνέβη σε άλλους ποδοσφαιριστές που με
τη διασημότητα που απέκτησαν χάθηκαν».
Ένα Βολκσβάγκεν γκρι ήταν έξω από την πόρτα. Η Σέλια οδηγούσε γρήγορα μέσα από τους δρόμους της δυτικής περιοχής
του Ροζάριο. Περνάει μπροστά από το σχολείο που πήγαινε ο Λίο
και σχολιάζει: «∆εν ήταν καλός μαθητής, ήταν λίγο τεμπέλης».
Γυρνά δεξιά μπροστά από το Τίρο Σουίσο, ένα αθλητικό κλαμπ το
οποίο ιδρύθηκε το 1889 από τους μετανάστες της περιοχής του
Τεσίνο.
∆ύο μικρά δεν δίνουν σημασία στο αυτοκίνητο αφού ήταν
πολύ απασχολημένα με την μπάλα που είχαν στα πόδια τους
κάνοντας ντρίμπλες. «Έτσι ήταν και ο Λιονέλ, αυτά έκανε», λέει η
Σέλια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου