7 Ιουνίου 2012

MESSI, Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΜΥΘΟΥ #05

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

"Κοκκινόμαυροι"


21 Μαρτίου του 1994

«Πάντοτε ήμουν περιτριγυρισμένος από καλούς Αργεντινούς όπως ο Βαλντάνο που με βοήθησε να ντεμπουτάρω στη Ρεάλ Μαδρίτης. Όπως ο Ρεδόνδο ή οι συμπαίκτες μου που τώρα μοιράζομαι τα αποδυτήρια της Ρεάλ. Έχω μια καλή σχέση με όλους. Περιμένω να μπορέσω να έρθω στην Αργεντινή και να αποκομίσω πράγματα από το ποδόσφαιρο εκεί. Θα ήθελα να δω έναν αγώνα της Μπόκα ή της Ρίβερ...» λέει ο Ραούλ.
«Ή των Νιούελς», προσθέτει με χαμηλή φωνή ο Λιονέλ Μέσι.

Ο «Ψύλλος» δεν χάνει καμία ευκαιρία για να υποδείξει το πάθος του για τους «κοκκινόμαυρους». Μέχρι που έφτασε να συζητά με τον αρχηγό της Ρεάλ Μαδρίτης, κατά τη διάρκεια μίας δημόσιας εμφάνισης, και κατέληξε να βγάζει στην επιφάνεια την ομάδα της καρδιάς του. Είναι λογικό οι Νιούελς να είναι μια αγάπη της οικογένειας. Ο Χόρχε, ο πατέρας του Λίο, έπαιζε εκεί από 13 χρόνων, μέχρι που πήγε στρατιώτης. Ήταν ένας μέσος που στο παιχνίδι γινόταν περισσότερο επιθετικός παρά αμυντικός, αν και ποτέ δεν έγινε επαγγελματίας. Ο Ροντρίγκο μπήκε στην Ακαδημία του ποδοσφαίρου στην ηλικία των 7 χρόνων και ο Ματίας ακολούθησε τα βήματά του. Ο Λίο ξεκίνησε αρχικά στους Γκραντόλι στις αρχές του 1994. Οι άνθρωποι του κλαμπ τον γνωρίζουν.

Είχαν ζητήσει από τα αδέλφια του να τον φέρουν για να δουν εάν πραγματικά ήταν κάτι διαφορετικό. Κατ αυτό τον τρόπο και ο μικρότερος από τους Μέσι κατέληξε να παίξει 8 αγώνες με τις μικρές ομάδες του συλλόγου, στη διάρκεια ενός μήνα, νωρίς τα βράδια ή και τις νύχτες. Μία εντατική πρόβα από την οποία δεν απογοητεύτηκαν, Οι προπονητές των Νιούελς τον θεωρούν φαινόμενο και προτείνουν να μπει στην Ακαδημία ποδοσφαίρου Μαλβίνας, εκεί με τους μικρούς. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα 7 του χρόνια. Οι υπεύθυνοι του κλαμπ έπρεπε να μιλήσουν με τους γονείς του, αλλά βλέποντας το οικογενειακό πάθος για το ποδόσφαιρο δεν υπήρχαν προβλήματα. «Ηρθε να με βρει ο πατέρας και μου είπε "Παω να τον βάλω στους Νιούελς"» θυμάται ο Σαλβαδόρ Απαρίσιο, ο γέρος προπονητής των Γκραντόλι. «Τι μπορούσα να του πω; "Καλά... πήγαινέ τον"».

Έτσι στις 21 Μαρτίου του 1994, ο Λιονέλ Αντρές Μέσι, με το νούμερο κάρτας 992312, γίνεται μέλος του κλαμπ Ατλέτικο Νιούελς Ολντ Μπόις. Οι Νιούελς και οι Ροζάριο Σεντράλ είναι οι δύο ομάδες που μοιράζονται τον κόσμο του Ροζάριο.

Ο σύλλογος Ατλέτικο Ροζάριο Σεντράλ ιδρύεται στις 24 Δεκεμβρίου του 1889 με το όνομα του Αθλητικού κλαμπ του Κεντρικού Σιδηροδρόμου. Τον ίδρυσαν οι Άγγλοι εργάτες που δούλευαν στους σιδηροδρόμους. Ο πρώτος του πρόεδρος ήταν ο Κολίν Μπόλντερ. Αργότερα, με την ένωση των επιχειρήσεων Κεντρικοί Αργεντίνικοι Σιδηρόδρομοι και Σιδηρόδρομοι του Μπουένος Άιρες, το 1903, το όνομα του συλλόγου αλλάζει, στη συνέχεια θα γίνει Ατλέτικο Ροζάριο Σεντράλ. Τα χρώματα της ομάδας είναι γαλάζιο και κίτρινο. Πολλοί μεγάλοι παίκτες φόρεσαν αυτήν τη φανέλα. Μάριο Κέμπες, Λουτσιάνο Φιγκερόα, Χοσέ Τσαμότ, Κρίστιαν Γκονζάλες, Ρομπέρτο Αμπονταντσιέρι, Ρομπέρτο Μπονάνο, Σέζαρ Ντελγκάδο, Ντανιέλ Ντίας, Ντανιέλ Πέδρο Κίλερ, Χουάν Αντόνιο Πίτσι, Σέζαρ Λουίς Μενότι... Αξίζει η αναφορά και σε δύο οπαδούς. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ο οποίος γεννήθηκε στο Ροζάριο στις 14 του Ιουνίου του 1928 και το πρώτο του σπίτι ήταν ένα διαμέρισμα στην οδό Έντρε Ρίος 480. Μία τοιχογραφία του Ρικάρδο Καρπάνι τον απαθανατίζει λίγα τετράγωνα παρακάτω στην πλατεία «Κοοπερασιόν» της πόλης. Και ο αξέχαστος Ρομπέρτο «Ελ Νέγκρο» Φονταναρόσα, ένας από τους μεγαλύτερους γελοιογράφους, σκιτσογράφους και συγγραφείς του ποδοσφαίρου, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στην Αργεντινή, ο οποίος μας «άφησε» το 2007.
Η ομάδα Νιούελς ιδρύθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1903 από τους καθηγητές, μαθητές και πρώην μαθητές του Αγγλο-Αργεντίνικου Εμπορικού Κολεγίου.

Ο Ισαάκ Νιούελς ήταν Άγγλος που γεννήθηκε στο Κεντ και ίδρυσε το Κολέγιο στο Ροζάριο το 1884. Ήταν αυτός, όπως λέει η παράδοση, ο οποίος εισήγαγε σε λατινοαμερικάνικη χώρα την πρώτη μπάλα από πετσί  και την επίσημη ονομασία του ποδοσφαίρου, φούτμπολ. Οι μαθητές του κολεγίου του, ανάμεσα σε αυτούς και ο γιος του Κλαούντιο, ο αρχηγός της ομάδας, άρχισαν να ασχολούνται με την μπάλα και να δημιουργούν το κλαμπ. Από εκεί και το όνομα Νιούελς Ολντ Μπόις, δηλαδή τα «ηλικιωμένα αγόρια» του Νιούελς, ένα όνομα φόρος τιμής στον πατέρα και το Κολέγιο. Τα χρώματά τους το μαύρο και το κόκκινο. Ένα από τα πράγματα που περισσότερο καυχούνταν οι οπαδοί της Ροζάριο Σεντράλ είναι ότι είχαν δει τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα να φοράει τη φανέλα του συλλόγου, αν και ήταν μόνο για 4 αγώνες και 2 φιλικά παιχνίδια. Ήταν το 1993 και ο «Πίμπε Ντε Όρο» γυρνούσε από την Ευρώπη. Εκεί είχε αρχίσει από την Μπαρτσελόνα, για να γίνει μεγάλος μετά στη Νάπολι και να τελειώσει έπειτα στη Σεβίλλη συνεχώς οδηγούμενος από τον Κάρλος Μπιλάρδο. 

Εκτός από τον Ντιέγκο είναι πάρα πολλά τα μεγάλα ονόματα που εμφανίζονται: από τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα έως τον Χόρχε Βαλντάνο, από τον Αμπέλ Μπάλμπο έως τον Μάξι Ροντρίγκες, από τον Σέρχιο Αλμιρόν στον Μαουρίτσιο Ποκετίνο, από τον Χουάν Σιμόν στον Ρομπέρτο Σενσίνι, από τον Χόρχε Γκρίφα στον Βάλτερ Σάμουελ, από τον Αμέρικο Γκαλιέγκο στον Τάτα Μαρτίνο. Το παρατσούκλι των οπαδών των Νιούελς, «οι λεπροί». Περίεργο αλήθεια... Ένας χαρακτηρισμός υποτιμητικός που μετατρέπεται σε σύμβολο δυνατό και αναγνωρίσιμο. Αξίζει μια εξήγηση. Και την εξήγηση αυτήν την προσφέρει η ιστοσελίδα «Glorioso Newell´s» (στη διεύθυνση www.gloriosonewells.com.erg) αφιερωμένη στα περισσότερα από 100 χρόνια ποδοσφαιρικής ιστορίας.

«Σύμφωνα με όσα μας διηγήθηκαν οι παππούδες μας, τα πράγματα συμπίπτουν με όσα εξιστορεί ο λαός. Πολύ καιρό πριν η επιτροπή φιλανθρωπίας του νοσοκομείου Καράσκο είχε σχεδιάσει να πραγματοποιήσει έναν αγώνα για φιλανθρωπικούς σκοπούς και για να χτυπήσει την αρρώστια του "Χάνσεν" τη "λέπρα" όπως τη γνωρίζει ο κόσμος. Ο αγώνας έπρεπε να είναι ανάμεσα στις δυο μεγάλες ομάδες του Ροζάριο, και για το λόγο αυτό έγιναν όλες οι αναγκαίες προσπάθειες για την πραγματοποίηση του γεγονότος μπροστά στις διοικήσεις των δυο ομάδων. Από την πρώτη στιγμή η πρόσκληση έγινε δεκτή από τους Νιούελς ενώ κατηγορηματικώς δεν έγινε δεκτή από τους Σεντράλ, ήταν μια σκιά στην ιστορία των "χρυσο-γαλαζίων" Έτσι λοιπόν οι Σεντράλ είχαν τον όχλο - τους "παλιανθρώπους" - της πόλης και αυτός ήταν ο λόγος για το αστείο από την πλευρά ίων "κοκκινόμαυρων" οι οποίοι καυχιόνταν απέναντι στον κλασικό τους αντίπαλο. Οι Σεντράλ αντιτίθεντο λέγοντας ότι εάν οι Νιούελς είχαν τέτοιο ενδιαφέρον για να πραγματοποιήσουν αυτόν τον αγώνα, ήταν επειδή ήταν "λεπροί", και από τότε οι οπαδοί των Νιούελς γνωρίζονταν με το παρατσούκλι "λεπροί" και οι αντίπαλοι τους οι Σεντράλες με το παρατσούκλι "παλιάνθρωποι"».

Αυτή η εκδοχή είναι η περισσότερο διαδεδομένη διά μέσου των χρόνων και ίσως είναι και η μοναδική και πραγματική εκδοχή των πραγμάτων. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι μερικοί ηλικιωμένοι άνθρωποι του Ροζάριο παρουσιάζουν άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία οι οπαδοί των Νιούελς ήταν πάντοτε γνωστοί με το όνομα «οι λεπροί», ακόμα και πριν από την ίδρυση του συλλόγου, όταν αυτός δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα στις αρχές του εικοστού αιώνα. Το ζήτημα ήταν ότι, σύμφωνα με αυτήν την τελείως διαφορετική εκδοχή, εκείνα τα χρόνια δεν ήταν συνηθισμένο στις γειτονιές του Ροζάριο τα σπίτια να ήταν χωρισμένα με πολύ μεγάλους τοίχους ή χωρίσματα. Ο κόσμος μπορούσε να μιλάει με τους γείτονες, έφτανε μόνο να σηκώσουν τα πόδια τους στις άκρες των δακτύλων τους ή να ανέβουν σε ένα περβάζι τοποθετημένο έτσι ώστε να είναι κολλημένο στο διαχωριστικό. Από την άλλη μεριά, εκείνη η αρρώστια η λέπρα, χτυπούσε έναν πολύ μεγάλο αριθμό του πληθυσμού και το Ροζάριο δεν ήταν η εξαίρεση. 

Αυτή η αρρώστια πάντα χαρακτηριζόταν από το γεγονός ότι αυτοί που έδειχναν ότι την είχαν… ήταν απομονωμένοι, πέρα από την οπτική επαφή με τους άλλους άνθρωπους. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που ο κόσμος. για να περάσει από την τριγύρω περιοχή του κολεγίου του κυρίου Ισαάκ Νιούελς και για να σχολιάσουν εκεί ένα τεράστιο τείχος που έμοιαζε αδιαπέραστο, έλεγαν: «σίγουρα πίσω από αυτό το μεγάλο τείχος πρέπει να κρύβονται από τα βλέμματα όλων οι άρρωστοι από τη λέπρα». Έτσι έλεγαν, σύμφωνα με αυτούς, τα «ηλικιωμένα αγόρια» του Νιούελς ήταν ανέκαθεν οι «λεπροί».

Ένα παρατσούκλι, που επίσης θα αναφέρει ο Λιονέλ όταν η εφημερίδα «Λα Καπιτάλ» του έκανε συνέντευξη για πρώτη φορά. Αλλά μας λείπουν 6 χρόνια, 6 κατώτερες κατηγορίες και περίπου 500 γκολ πριν δώσουν στον Μέσι αυτή τη δημοσιότητα, την «τιμή των τοπικών χρονικών».
Τοίχοι κόκκινοι και μαύροι ξεθωριασμένοι. Η φράση «Δύναμη των λεπρών» είναι γραμμένη μέσα σε μία κλειστή γροθιά, έργο των Μπάρας Μπράβας. Μία σιδερένια πόρτα και μαζί η επιγραφή «Ακαδημία Ποδοσφαίρου Μαλβίνας Νιούελς Ολντ Μπόις». Το γήπεδο είναι σε άσχημη κατάσταση. Αλλά τα παιδιά που παίζουν δεν ενδιαφέρονται. Οι προπονητές του κλαμπ ήρθαν για να κάνουν μερικές προπονήσεις και πρέπει να το κάνουν με κάθε κόστος. Κοντά στα αποδυτήρια, ένα εγκαταλελειμμένο μεταλλικό οξειδωμένο κρεβάτι σε μία γωνία. 

Από την άλλη μεριά, στην οδό Βέρα Μουχίκα, άλλα δύο γήπεδα. Και πάλι η ίδια κατάσταση της εγκατάλειψης. Κάποιος σχολιάζει ότι τα χρήματα που προέρχονται από τις δωρεές και τα έσοδα και κυρίως από τις πωλήσεις τόσων παικτών σε ξένες ομάδες δεν επενδύθηκαν εδώ στην ακαδημία εκπαίδευσης νέων γενιών ποδοσφαιριστών. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η κατάσταση δεν ήταν και πολύ διαφορετική όταν ο Λιονέλ έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την κοκκινόμαυρη φανέλα. Ίσως υπήρχε μεγαλύτερος ενθουσιασμός, περισσότερος κόσμος που δούλευα σκληρά και λιγότερα συμφέροντα από τους διοικούντες.

Αλλά ας αφήσουμε τα συμβάντα και ας μιλήσουμε για αυτό τον χρόνο που άρχισε τόσο καλά και τελείωσε. με μία ήττα 3-0 από την ομάδα Τίρο Σουισο. Τα παιδιά έχασαν τον τίτλο αλλά έμαθαν από τα λάθη τους. αφού στις τέσσερις επόμενες αγωνιστικές περιόδου- είχαν μόνο μία «απώλεια» και αυτή στην  προπόνηση από τους συμπαίκτες τους στη Νιούελς Γ’. Χάρη σε αυτή την ασταμάτητη πορεία, η ομάδα απέκτησε ένα πολύ δοξασμένο όνομα για το κλαμπ, «η Μηχανή του '87». Η μεγαλύτερη ικανοποίηση για τον Λίο, ένα δελφίνι, ένα έπαθλο που το κέρδισε σε ένα διεθνές τουρνουά του Καντολάο στη Λίμα, στο Περού το 1996. Συμμετείχαν περισσότερες από 25 ομάδες που προέρχονταν από την Αργεντινή, τη Χιλή, το Εκουαδόρ, την Κολομβία. Αλλά στο τέλος ήταν οι Νιούελς αυτοί που, όπως λένε οι Αργεντινοί, «βούτηξαν τον γάτο στο νερό» (δηλ. πήραν την ικανοποίηση). Και ο μικρός Μέσι τράβηξε την προσοχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ανάμεσα σε άλλα πράγματα για τα «ταχυδακτυλουργικά» που έκανε στο γήπεδο.

Για να διασκεδάσει κατά τη διάρκεια των προπονήσεων και πριν από τον αγώνα χτυπούσε την μπάλα χωρίς να την αφήνει να πέφτει στο έδαφος. Ένα χαρακτηριστικό του που θα το εκτιμήσουν ακόμα και οι υψηλά ιστάμενοι της διοίκησης του συλλόγου, μέχρι του σημείου σύντομα να του ζητείται να το κάνει σε πολλές περιπτώσεις για να κρατάει την προσοχή του κόσμου κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας των ημιχρόνων στους αγώνες της πρώτης ομάδας. Ανακοίνωναν τον μικρό Μέσι από τα μεγάφωνα και αυτός κατέβαινε κάνοντας κολπάκια με την μπάλα και στεκόταν στο κέντρο του γηπέδου, όπου έκανε τα «μαγικά» του. Ένας ενδιάμεσος κρίκος στα διαλείμματα των αγώνων που πολλοί «λεπροί» δεν ξέχασαν. Ήταν η πρώτη εντύπωση που είχαν γι' αυτόν που μια μέρα έφτασε να γίνει ο Λίο Μέσι.

«Ήταν ένα θαύμα», θυμάται στο συνεργείο του ανάμεσα σε παλιά αμερικανικά αμάξια ο μηχανικός Ερνέστο Βέκιο, ο δεύτερος προπονητής του Μέσι στους Νιούελς.  «Είχε  γνώση ποδοσφαίρου. είχε φανταστική εκκίνηση και ξεπέταγμα, σταματούσε εκπληκτικά την μπάλα, συνεργαζόταν με τους συμπαίκτες του, αλλά ήταν και ικανός να ντριμπλάρει τη μισή ομάδα των αντιπάλων. Μία φορά στο γήπεδο της Μαλβίνα, ο τερματοφύλακας του δίνει την μπάλα στη θέση του δεξιού μπακ και αυτός διέσχισε όλο το  γήπεδο από τη μια μεριά στην άλλη και εν τέλει έφτασε και πέτυχε ένα θαυμάσιο γκολ. Δεν χρειαζόταν κανείς να του διδάξει τίποτα. Τι μπορεί κανείς να διδάξει σε έναν Μαραντόνα ή σε έναν Πελέ; Το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας τεχνικός του ποδοσφαίρου είναι να διορθώσει πραγματάκια».

Έχει τόσα πολλά να θυμηθεί κανείς σε αυτά τα δύο χρόνια, ανάμεσα στα 9 και στα 10, όπου ο Βέκιο προπονούσε τον Μέσι. Το τουρνουά του Μπαλκάρσε, για παράδειγμα, όπου οι Νιούελς '87 κέρδισαν και «καθάρισαν» ομάδες όπως η Μπόκα, η Ιντεπεντιέντε και η Σαν Λορέντζο. Ο Λαουτάρο Φορμίκα που ήταν αμυντικός εκείνης της ομάδας υποστηρίζει ότι αυτός δεν είχε τίποτα να κάνει γιατί η μπάλα δεν έφτανε πίσω ποτέ. «Θυμάμαι ότι στην ομάδα μεταξύ του Ρόντας και του Μέσι γινόταν ένας χαμός. Λίγο μετά αφού έπαιρνε την μπάλα ο Μέσι, οι αντίπαλοι υποχρεώνονταν να πάνε ξανά στη σέντρα. Μερικές φορές εμείς οι της πίσω γραμμής βαριόμασταν πολύ».
Ο Γκουστάβο Αριέλ Ρόντας, ή αλλιώς "Μπίλι", το άλλο αστέρι εκείνης της φουρνιάς παικτών, ήταν το αντίβαρο του Δίο. Ή, καλύτερα, η απόδειξη πως όταν κανείς κατέχει ένα φυσικό ταλέντο αυτό δεν εγγυάται και το ότι αυτός θα ανέβει πολύ ψηλά. Ο «Μπίλι» ήταν ένα παιδί του '86 που έπαιζε μεσοεπιθετικός με καταπληκτικές τεχνικές αρετές κι αυτός από το Ροζάριο, ο οποίος γεννήθηκε σε μία περιοχή, μια γειτονιά με παράγκες. Στα 14 του, αναπληρωματικός στην πρώτη ομάδα των Νιούελς, αποκτά το πρώτο του παιδί. Πριν κλείσει τα 16 του κάνει το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα και όλοι διέκριναν σε αυτόν ένα λαμπρό μέλλον. Σήμερα με δύο παιδιά στις πλάτες του χάθηκε το ταλέντο του. «Συμβαίνει σι πολλούς παίκτες που προέρχονται από φτωχές περιοχές», εξηγεί ο Βεκιο. «Με το ποδόσφαιρο βγαίνουν από τη φτώχεια αλλά μετά εάν δεν τους πάει κάτι καλά, γυρίζουν οι ο χωρίο τους, πέφτουν στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά και την απόγνωση. Εν κατακλείδι, η διαφορά είναι στην εκπαίδευς. 

Στην περίπτωση του Λίο, η μητέρα του και ο πατέρας του τον ακολούθησαν, τον βοήθησαν να γίνει αυτό που έγινε. Εγώ συμφωνώ με την άποψη ότι ο οικογενειακός περίγυρος είναι ένας από τους βασικούς λόγους της επιτυχίας ενός ποδοσφαιριστή». Ο Ερνέστο Βέκιο επίσης είχε ώρα για πράγματα που δεν έχουν βγει στη δημοσιότητα, τα πιο σημαντικά: «παίζαμε ενάντια στην Τορίτο, μια ομάδα της δικής μας κατηγορίας. Ο Δίο ήταν άρρωστος και εγώ δεν ήθελα να τον αφήσω να παίξει. Τον κράτησα στον πάγκο. Απέμεναν λίγα λεπτά για το τέλος και χάναμε με 1-0, έτσι πλησίασα τον Λίο και του είπα: "θα ήθελες να παίξεις;". Μου απάντησε "ναι!". 

Ετοιμάστηκε και πριν να βγει στο γήπεδο του φώναξα: "Κέρδισε μου τον αγώνα!". Αυτό ήταν, σε πέντε λεπτά έβαλε δύο γκολ και ανέτρεψε το σκορ στον πίνακα του γηπέδου». Ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, αφού μεταξύ πρωταθλήματος, τουρνουά και φιλικών, ο «Ψύλλος» έβαζε περί τα 100 γκολ ανά αγωνιστική περίοδο.

Το πρωτάθλημα του 2000 ήταν η τελευταία που ο Λίο, 13 χρόνων τότε, μαχόταν με τη «Μηχανή του '87» υπό τις οδηγίες του Αντριάν Κορία. Την κατέκτησαν στα γήπεδα της Μπέγια Βίστα, στην περιοχή όπου προπονούνταν η πρώτη ομάδα. Και ήταν τότε όταν μία ημέρα του Σεπτεμβρίου, στις 3 του μήνα, ακριβώς 2 εβδομάδες πριν φύγει για τη Βαρκελώνη, που η «Λα Καπιτάλ» δημοσιεύει την πρώτη συνέντευξη του Μέσι σε δύο σελίδες με τον τίτλο: «Λιονέλ Αντρές Μέσι, ένας "λεπρός" που κατέχει την μπάλα». Η εισαγωγή: «Είναι ένας παίκτης της δέκατης κατηγορίας και στηρίζει όλη την ομάδα. Σαν νεαρός παίκτης δεν είναι μόνο ένας από τους πολλά υποσχόμενους παίκτες των τοπικών "λεπρών", αλλά έχει ένα τεράστιο μέλλον γιατί, παρά τη σωματική του διάπλαση, αυτός το ξεπερνάει, ντριμιτλάροντας έναν και δυο, κερδίζοντας και βάζοντας γκολ, αλλά πάνω από όλα, διασκεδάζοντας με τη "στρογγυλή θεά"». 

Και εν συνεχεία, μία σειρά από ερωτήσεις. 
Ας δούμε μερικές:

- Ένα είδωλο.
«Δυο είδωλα, ο πατέρας μου και ο νονός μου Κλαούντιο»
- Μία ομάδα.
«Τους Νιούελς».
- Ένα χόμπι.
«Να ακούω μουσική».
- Ένα βιβλίο.
«Τη Βίβλο».
- Μια ταινία.
«Ο μπόμπιρας ξεπόρτισε».
- Κάτι που θα 'θελες να σπουδάζεις?
«Καθηγητής φυσικής αγωγής».
- Ένα σκοπό.
«Να τελειώσω το Λύκειο».
- Ένα στόχο.
«Να παίξω ποδόσφαιρο στη μεγάλη κατηγορία».
- Κάτι που σε ευχαριστεί.
«Όταν κατακτάμε το πρωτάθλημα με την ομάδα».
- Κάτι που σε λυπεί.
«Ο θάνατος της γιαγιάς μου».
- Ένα όνειρο.
«Να παίξω στο μεγάλο πρωτάθλημα με την πρώτη ομάδα των Νιουελς».
- Κάτι που θυμάσαι;
«Όταν η γιαγιά μου με έφερε για πρώτη φορά να παίξω ποδόσφαιρο
- Τι είναι μετριοφροσύνη;
«Είναι κάτι που μια ανθρώπινη ύπαρξη δεν πρέπει να χάνει ποτέ».
- Τι αντιπροσωπεύουν οι Νιούελς στη ζωή σου?
«Τα πάντα».

πηγή: barcelonismo.gr


MESSI, LA HISTORIA DEL CHICO QUE SE CONVIRTIOEN LEYENDA
Συγγραφέας: Luca Caioli
Μετάφραση: Αργυρώ Ζαχαρίου
Επιμέλεια: Απόστολος Βαβαρίνης
Εκδότης: Παπαδόπουλος
Ημερ. Έκδοσης: 07/05/2012
Σελίδες: 306
ISBN: 978-960-484-328-2
Βιβλιοδεσία: Soft Cover
Σχήμα: 14.5x20.5
Τιμή: 13,99€


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου